κλωθοφόρος

κλωθοφόρος
κλωθοφόρος, ὁ (Μ)
(για τον θεό) αυτός που καθορίζει τη μοίρα τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶθες (προσωνυμία τών Μοιρών) + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”